θητώνιον

θητώνιον
θητώνιον, τὸ (Α)
μισθός, πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θής, γεν. θητ-ός + -ωνιον (< ώνιος «που μπορεί να αγοραστεί» < ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. επ-ώνιον, -ώνιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θητώνιον — hire neut nom/voc/acc sg θητωνέω hire imperf ind act 3rd pl (doric) θητωνέω hire imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θης — θής, τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α) 1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο 2. στον πληθ. οἱ θῆτες α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • θητωνώ — θητωνῶ, έω (Α) [θητώνιον] παίρνω μισθό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”